Ροή ειδήσεων

Φορολόγηση του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού επενδύσεων του Ν. 3220/2004

Με τροπολογία προσθήκη που κατατέθηκε στο σχέδιο νόμου «Διαχείριση, έλεγχος και εφαρμογή αναπτυξιακών παρεμβάσεων για την προγραμματική περίοδο 2007 -2008», στις 6.11.2007 από τον Υπουργό Οικονομίας και Οικονομικών κ. Γ. Αλογοσκούφη, προβλέπονται τα ακόλουθα :

Ανακτάται το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων των άρθρων 2 και 3 του Ν. 3220/2004 το οποίο σχημάτισαν οι επιχειρήσεις στα οικονομικά έτη 2004 και 2005, διότι σύμφωνα με την απόφαση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής της 18.7.2007 (Ε (2007) 3521 τελικό) το αποθεματικό αυτό συνιστά κρατική ενίσχυση στα πλαίσια του άρθρου 87 της Συνθήκης της Ε.Κ.

Ειδικότερα, σύμφωνα με την αιτιολογική έκθεση της τροπολογίας – προσθήκης, με την παράγραφο 1 υπάγεται σε φορολογία εισοδήματος το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό με τους συντελεστές που ίσχυαν κατά το χρόνο υποβολής της δήλωσης που αυτό σχηματίσθηκε.

Με την παράγραφο 2 ορίζονται οι εξαιρέσεις από την ανάκτηση του ειδικού αποθεματικού   σύμφωνα με την προαναφερθείσα Απόφαση. Εξαιρούνται εκείνες οι επιχειρήσεις οι οποίες λόγω σχηματισμού αφορολόγητου αποθεματικού έχουν τύχει απαλλαγής μέχρι του ποσού των 100.000 ευρώ φόρου εισοδήματος για τα οικονομικά έτη 2004 και 2005, οι οποίες αφορούν κυρίως επενδύσεις μικρομεσαίων επιχειρήσεων (de minimis). Οι επιχειρήσεις που έχουν τύχει απαλλαγής ποσού φόρου εισοδήματος άνω των 100.000, εξαιρούνται όταν οι δαπάνες για την κάλυψη του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού υπάγονται στις διατάξεις του N. 2601/1998 ή του N. 3299/2004, δεδομένου ότι οι συγκεκριμένοι αναπτυξιακοί νόμοι έχουν τύχει της εγκρίσεως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, καθώς και όταν αυτές εμπίπτουν στο καθεστώς των κρατικών ενισχύσεων βάσει της υπόψη Απόφασης (δαπάνες έρευνας και ανάπτυξης, επενδύσεις προστασίας περιβάλλοντος κ.λπ.).

Με την παράγραφο 3 προβλέπεται, ότι από το ποσό του σχηματισθέντος ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού αφαιρούνται οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες επενδύσεων που αναφέρονται στην παράγραφο 2 και το προκύπτον υπόλοιπο υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με το συντελεστή που ίσχυε κατά το οικονομικό έτος, από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό.

Με την παράγραφο 4 προβλέπεται ο τρόπος   απόδοσης του οφειλόμενου φόρου. Οι υπαγόμενες επιχειρήσεις πρέπει να υποβάλουν ειδική συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 2007. Επίσης, προβλέπεται η έντοκη ανάκτηση της ενίσχυσης η οποία υπολογίζεται με τη μέθοδο του ανατοκισμού σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους από τα κέρδη του οποίου σχηματίστηκε το αποθεματικό, μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 2007. Στην περίπτωση αυτή, δεν επιβάλλεται η προσαύξηση φόρου που ορίζεται από τις διατάξεις του Ν. 2523/1997.
Το συνολικό ποσό που οφείλεται, ήτοι ποσό φόρου και τόκων, βεβαιώνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και καταβάλλεται σε τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της δήλωσης και οι υπόλοιπες τρεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου του έτους 2008.

Με την παράγραφο 5 προβλέπεται, ότι οι πιο πάνω δηλώσεις θα ελεγχθούν υποχρεωτικά εντός δύο μηνών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης και περαιτέρω, το συνολικό ποσό που θα προκύψει για καταβολή (φόρος και τόκοι) θα καταβληθεί εφάπαξ εντός του επομένου από τη βεβαίωση μήνα.

Με την παράγραφο 6 προβλέπεται ότι, οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί και τα εκδοθέντα φύλλα ελέγχου έχουν καταστεί οριστικά, εφόσον οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του Ν. 2601/1998 (π.χ. επενδύσεις του Ν. 2601/1998 που έχουν πραγματοποιηθεί στην Α’ περιοχή).

Με την παράγραφο 7 προβλέπεται, ότι οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για τις επιχειρήσεις που δεν κάλυψαν κατά το πρώτο έτος μετά το σχηματισμό του αποθεματικού τουλάχιστον το 1/3 αυτού με ισόποσης αξίας επενδύσεις, καθόσον στην περίπτωση αυτή θεωρείται ότι οι επιχειρήσεις μη νόμιμα σχημάτισαν το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό και θα φορολογηθούν γι’ αυτό σύμφωνα με τα οριζόμενα από τις διατάξεις του Ν. 3220/2004.

Ακολουθεί η τροπολογία – προσθήκη, όπως κατατέθηκε στη Βουλή των Ελλήνων.

¶ρθρο χχ
Ανάκτηση κρατικής ενίσχυσης

1. Το ειδικό αφορολόγητο αποθεματικό επενδύσεων, που έχει σχηματισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 2 και 3 του N. 3220/2004 (Φ.Ε.Κ. 158/A’) από τα αδιανέμητα κέρδη των επιχειρήσεων κατά τα οικονομικά έτη 2004 και 2005, συνιστά κρατική ενίσχυση κατά την έννοια του άρθρου 87 της Συνθήκης της Ε.Κ. και φορολογείται με τους συντελεστές φορολογίας εισοδήματος που ίσχυαν κατά το οικονομικό έτος από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε.

2. Το ύψος της ενίσχυσης ανέρχεται στο ισόποσο του φόρου εισοδήματος από τον οποίο απαλλάχθηκε η επιχείρηση που προέβη στο σχηματισμό του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού με σκοπό την πραγματοποίηση επενδύσεων σύμφωνα με τους όρους των ως άνω διατάξεων.

Δεν υπάγονται στις διατάξεις του παρόντος άρθρου:

α) οι επιχειρήσεις οι οποίες, λόγω σχηματισμού αφορολόγητου αποθεματικού, έχουν τύχει απαλλαγής (ενίσχυσης) μέχρι του ποσού των εκατό χιλιάδων (100.000) ευρώ φόρου εισοδήματος για κάθε ένα από τα οικονομικά έτη 2004 και 2005 (Κανονισμός (ΕΚ) 69/2001 της Επιτροπής, ΕΕ L10, 13.01.2001 ενίσχυση ήσσονος σημασίας – de minimis),

β) οι επιχειρήσεις που έχουν τύχει απαλλαγής (ενίσχυσης) για ποσό φόρου εισοδήματος άνω των 100.000 ευρώ και πραγματοποίησαν δαπάνες οι οποίες εμπίπτουν κατ’ επιλογήν ή σωρευτικά στις ακόλουθες περιπτώσεις :

– στις διατάξεις του N. 2601/1998 (Φ.Ε.Κ. 81/A’) ή του N. 3299/2004 (Φ.Ε.Κ. 261/A’),

– στις Κατευθυντήριες Γραμμές σχετικά  με τις κρατικές ενισχύσεις περιφερειακού χαρακτήρα (ΕΕ C74, 10.03.1998) ή το Πολυτομεακό Πλαίσιο για τις περιφερειακές ενισχύσεις προς μεγάλα επενδυτικά σχέδια (ΕΕ C70, 19.03.2002),

– στον Κανονισμό (ΕΚ) 70/2001 της Επιτροπής της 12ης Ιανουαρίου 2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης της ΕΚ στις κρατικές ενισχύσεις προς μικρές ή μεσαίες επιχειρήσεις (ΕΕ L10, 13.01.2001), εφόσον πρόκειται για ενίσχυση σε μικρή ή μεσαία επιχείρηση,

– στον Κανονισμό (ΕΚ) 68/2001 της Επιτροπής της 12.01.2001 σχετικά με την εφαρμογή των άρθρων 87 και 88 της Συνθήκης στις ενισχύσεις για επαγγελματική εκπαίδευση (ΕΕ L10, 13.01.2001),

– στο Κοινοτικό Πλαίσιο των κρατικών ενισχύσεων στην έρευνα και ανάπτυξη (ΕΕ C45, 17.02.1996), εφόσον από το αφορολόγητο αποθεματικό πραγματοποιείται επένδυση για σκοπούς έρευνας και ανάπτυξης,

– στο Κοινοτικό Πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις για την προστασία του περιβάλλοντος,   (ΕΕ   L237,   06.09.2001),   εφόσον   από   το   αφορολόγητο   αποθεματικό
πραγματοποιείται επένδυση που αποσκοπεί στην προστασία του περιβάλλοντος,

– στο Κοινοτικό Πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της γεωργίας (ΕΕ C232, 12.08.2000), εφόσον από το αφορολόγητο αποθεματικό πραγματοποιείται επένδυση που αποσκοπεί  σε δραστηριότητες συναφείς  με  την  παραγωγή,  μεταποίηση  και εμπορία  των γεωργικών προϊόντων που εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του παραρτήματος Ι της Συνθήκης,

– στο Κοινοτικό Πλαίσιο σχετικά με τις κρατικές ενισχύσεις στον τομέα της αλιείας και υδατοκαλλιέργειας (ΕΕ C229, 14.09.2004 και ΕΕ C19, 20.01.2001), εφόσον από το αφορολόγητο αποθεματικό πραγματοποιείται επένδυση που αποσκοπεί σε δραστηριότητες που αφορούν την εκμετάλλευση ζώντων υδρόβιων πόρων και την υδατοκαλλιέργεια, μαζί με τα μέσα παραγωγής, μεταποίησης και εμπορίας των προϊόντων που προκύπτουν.

3. Για   την   εφαρμογή   των   ανωτέρω,   από   το   ποσό   του   σχηματισθέντος   ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού  αφαιρούνται οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες επενδύσεων που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο και το προκύπτον υπόλοιπο υπόκειται σε φορολογία εισοδήματος με το συντελεστή που ίσχυε κατά το οικονομικό έτος, από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό.

4. Οι επιχειρήσεις που υπάγονται στις διατάξεις του άρθρου αυτού υποχρεούνται να υποβάλουν ειδική συμπληρωματική δήλωση φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους μέχρι τις 14 Δεκεμβρίου 2007.
Με τη δήλωση αυτή δηλώνεται το ποσό του αποθεματικού που υπόκειται σε φορολογία, το ποσό φόρου εισοδήματος που προκύπτει, καθώς και το ποσό των τόκων που υπολογίζονται επί του προκύπτοντος φόρου εισοδήματος με τη μέθοδο του ανατοκισμού, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο κεφάλαιο V του κανονισμού (ΕΚ) 794/2004 της Επιτροπής για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικονομικού έτους, από τα κέρδη του οποίου σχηματίσθηκε το αποθεματικό, μέχρι το χρόνο της πραγματικής ανάκτησης αυτού (14 Δεκεμβρίου 2007). Το επιτόκιο που εφαρμόζεται είναι το επιτόκιο αναφοράς που ορίζεται, για κάθε ημερολογιακό έτος, από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για την Ελλάδα και δημοσιεύεται στην Επίσημη Εφημερίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Οι προβλεπόμενες από τις διατάξεις του N. 2523/1997 (Φ.Ε.Κ. 179/A’) κυρώσεις δεν εφαρμόζονται στην περίπτωση αυτή.
Το συνολικό ποσό φόρου και τόκων που οφείλεται με βάση τη δήλωση της παραγράφου αυτής βεβαιώνεται από την αρμόδια Δ.Ο.Υ. και καταβάλλεται σε τέσσερις ισόποσες μηνιαίες δόσεις, από τις οποίες η πρώτη με την υποβολή της δήλωσης και οι υπόλοιπες τρεις μέχρι την τελευταία εργάσιμη ημέρα των μηνών Ιανουαρίου, Φεβρουαρίου και Μαρτίου του έτους 2008.
Οι πιο πάνω τόκοι εκπίπτουν από τα ακαθάριστα έσοδα των επιχειρήσεων κατά τη διαχειριστική περίοδο εντός της οποίας καταβάλλονται στο Δημόσιο.

5. Οι πιο πάνω δηλώσεις ελέγχονται υποχρεωτικά από τις αρμόδιες για τον έλεγχο φορολογικές αρχές εντός δύο μηνών από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης.
Επί της διαφοράς φόρου που προκύπτει οφείλονται και οι τόκοι που αναφέρονται στην προηγούμενη παράγραφο για το χρονικό διάστημα που μεσολαβεί από τη λήξη της προθεσμίας υποβολής της δήλωσης φορολογίας εισοδήματος του οικείου οικονομικού έτους μέχρι το χρόνο έκδοσης του φύλλου ελέγχου. Το συνολικό ποσό που προκύπτει για καταβολή βεβαιώνεται και καταβάλλεται εφάπαξ εντός του επομένου από τη βεβαίωση μήνα.

6. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και στις υποθέσεις που έχουν ελεγχθεί και τα εκδοθέντα φύλλα ελέγχου έχουν καταστεί οριστικά, εφόσον οι πραγματοποιηθείσες επενδύσεις δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του N. 2601/1998.

7. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού δεν εφαρμόζονται για τις επιχειρήσεις, που κατά το πρώτο έτος μετά το σχηματισμό του ειδικού αφορολόγητου αποθεματικού δεν κάλυψαν ποσοστό 33,33

Κατηγορία:
Φορολογικά
ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ