Ροή ειδήσεων

Αρειος Πάγος 350/2014 Η βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμβάσεως

Πηγη: TAXHEAVEN

¶ρειος Πάγος 350/2014
Η βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμβάσεως, ούτε υποχρεώνει τον εργαζόμενο να την αποδεχθεί ή ν’ αποχωρήσει από την υπηρεσία του, αλλά εάν μεν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου του παρέχει το δικαίωμα να θεωρήσει τη μεταβολή ως καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση

Περίληψη

Κατά το άρθρο 652 του ΑΚ ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίσει κάθε τι που ανάγεται στην οργάνωση και τη λειτουργία της επιχειρήσεώς του προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της περιοριζόμενος μόνο από τους όρους της συμβάσεως, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και από το νόμο.

Συνεπώς κάθε τροποποίηση όρου της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη η οποία δεν επιτρέπεται σε αυτόν από τη σύμβαση ή από το νόμο, αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως σε βάρος του εργαζομένου. 

Η μεταβολή, όμως, αυτή δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμβάσεως, ούτε υποχρεώνει τον εργαζόμενο να την αποδεχθεί ή ν’ αποχωρήσει από την υπηρεσία του, αλλά εάν μεν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου του παρέχει το δικαίωμα να θεωρήσει τη μεταβολή, κατά το άρθρο 7 του ν. 2112/1920 ως καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, εάν δε η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου, οπότε δεν έχει εφαρμογή ο ν. 2112/1920 και ειδικότερα το άρθρο 7 αυτού, του παρέχεται το δικαίωμα να την καταγγείλει κατά το άρθρο 672 ΑΚ για σπουδαίο λόγο, τον οποίο συνιστά και η παράβαση του όρου της συμβάσεως και να ζητήσει κατ’ άρθρο 673 ΑΚ από τον αθετήσαντα τους όρους της συμβάσεως εργοδότη την καταβολή αποζημιώσεως που συνίσταται στους μισθούς κατά το, από της καταγγελίας και μέχρι τη λήξη της συμβάσεως, χρονικό διάστημα. 

Εκτός τούτου όμως ο εργαζόμενος απέναντι στη μονομερή βλαπτική μεταβολή μπορεί να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται στο άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας). 

Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι, προϋποθέσεις της αποζημίωσης του μισθωτού, είναι: 
1) ενεργός σύμβαση εργασίας, 
2) αθέτηση της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και 
3) καταγγελία αυτής εκ μέρους του μισθωτή. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα.

Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. 

ΑΠ 350/2014

ΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΤΟΥ ΑΡΕΙΟΥ ΠΑΓΟΥ

B1′ Πολιτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές: Βασίλειο Λυκούδη, Αντιπρόεδρο Αρείου Πάγου, Ανδρέα Δουλγεράκη, Νικόλαο Πάσσο, Δημήτριο Κόμη και Μιχαήλ Αυγουλέα, Αρεοπαγίτες.

Συνήλθε σε δημόσια συνεδρίαση στο Κατάστημά του, στις 21 Ιανουαρίου 2014, με την παρουσία και του γραμματέα Αθανασίου Λιάπη, για να δικάσει μεταξύ:

Της αναιρεσείουσας: Ανώνυμης εταιρίας με την επωνυμία ‘…………………………………………’ (……………….. Γ.Μ.Μ.Α.Ε.), που εδρεύει στο … και εκπροσωπείται νόμιμα, η οποία εκπροσωπήθηκε από τον πληρεξούσιο δικηγόρο της Στυλιανό Βλαστό.

Του αναιρεσιβλήτου: Δ. Β. του ¶., κατοίκου …, ο οποίος παραστάθηκε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο του Κυριάκο Ροζάκη.

Η ένδικη διαφορά άρχισε με την από 11-6-2008 αγωγή του ήδη αναιρεσιβλήτου, που κατατέθηκε στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών. Εκδόθηκαν οι αποφάσεις: 3053/2009 οριστική του ίδιου Δικαστηρίου και 3281/2013 του Εφετείου Αθηνών. Την αναίρεση της τελευταίας απόφασης ζητεί η αναιρεσείουσα με την από 10-9-2013 αίτησή της.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης αυτής, που εκφωνήθηκε από το πινάκιο, οι διάδικοι παραστάθηκαν όπως σημειώνεται πιο πάνω. Ο Εισηγητής Αρεοπαγίτης Μιχαήλ Αυγουλέας διάβασε την από 13-1-2014 έκθεσή του, με την οποία εισηγήθηκε την απόρριψη της από 10-9-2013 αιτήσεως για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3281/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών.

Ο πληρεξούσιος της αναιρεσείουσας ζήτησε την παραδοχή της αιτήσεως, ο πληρεξούσιος του αναιρεσιβλήτου την απόρριψή της, καθένας δε την καταδίκη του αντιδίκου μέρους στη δικαστική δαπάνη.

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

1. Κατά το άρθρο 652 του ΑΚ ο εργοδότης έχει το διευθυντικό δικαίωμα να ρυθμίσει κάθε τι που ανάγεται στην οργάνωση και τη λειτουργία της επιχειρήσεώς του προκειμένου να επιτύχει τους εν γένει σκοπούς της περιοριζόμενος μόνο από τους όρους της συμβάσεως, όπως αυτή ερμηνεύεται κατά την καλή πίστη και τα συναλλακτικά ήθη και από το νόμο.

Συνεπώς κάθε τροποποίηση όρου της συμβάσεως εργασίας εκ μέρους του εργοδότη η οποία δεν επιτρέπεται σε αυτόν από τη σύμβαση ή από το νόμο, αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της συμβάσεως σε βάρος του εργαζομένου. 

Η μεταβολή, όμως, αυτή δεν επιφέρει αυτοδικαίως τη λύση της συμβάσεως, ούτε υποχρεώνει τον εργαζόμενο να την αποδεχθεί ή ν’ αποχωρήσει από την υπηρεσία του, αλλά εάν μεν η σύμβαση είναι αορίστου χρόνου του παρέχει το δικαίωμα να θεωρήσει τη μεταβολή, κατά το άρθρο 7 του ν. 2112/1920 ως καταγγελία της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και να ζητήσει την προβλεπόμενη από το νόμο αποζημίωση, εάν δε η σύμβαση είναι ορισμένου χρόνου, οπότε δεν έχει εφαρμογή ο ν. 2112/1920 και ειδικότερα το άρθρο 7 αυτού, του παρέχεται το δικαίωμα να την καταγγείλει κατά το άρθρο 672 ΑΚ για σπουδαίο λόγο, τον οποίο συνιστά και η παράβαση του όρου της συμβάσεως και να ζητήσει κατ’ άρθρο 673 ΑΚ από τον αθετήσαντα τους όρους της συμβάσεως εργοδότη την καταβολή αποζημιώσεως που συνίσταται στους μισθούς κατά το, από της καταγγελίας και μέχρι τη λήξη της συμβάσεως, χρονικό διάστημα. 

Εκτός τούτου όμως ο εργαζόμενος απέναντι στη μονομερή βλαπτική μεταβολή μπορεί να εμμείνει στην τήρηση των συμβατικών όρων προσφέροντας τις υπηρεσίες του σύμφωνα με τους πριν από τη μεταβολή όρους, οπότε και επέρχονται οι συνέπειες που ορίζονται στο άρθρο 656 ΑΚ (καταβολή μισθών υπερημερίας). 

Από τις εν λόγω διατάξεις προκύπτει ότι, προϋποθέσεις της αποζημίωσης του μισθωτού, είναι: 
1) ενεργός σύμβαση εργασίας, 
2) αθέτηση της συμβάσεως εκ μέρους του εργοδότη και 
3) καταγγελία αυτής εκ μέρους του μισθωτή. Εξάλλου, κατά την έννοια του άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ, παράβαση κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που ιδρύει τον αντίστοιχο λόγο αναίρεσης, υπάρχει όταν ο κανόνας δικαίου είτε ερμηνεύτηκε εσφαλμένα, δηλαδή το δικαστήριο της ουσίας προσέδωσε σ` αυτόν έννοια διαφορετική από την αληθινή, είτε δεν εφαρμόσθηκε ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής του, είτε εφαρμόσθηκε ενώ αυτές δεν συνέτρεχαν ή εφαρμόσθηκε εσφαλμένα.

Συνεπώς κατά τις παραπάνω διακρίσεις η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου, που οδηγεί σε εσφαλμένο νομικό συλλογισμό και κατ` επέκταση σε εσφαλμένη εφαρμογή του δικαίου, εκδηλώνεται είτε ως ψευδής ερμηνεία του κανόνα δικαίου είτε ως εσφαλμένη υπαγωγή σ` αυτόν των περιστατικών της ατομικής περίπτωσης. 

Έτσι με τον παραπάνω λόγο αναίρεσης, ο οποίος για να είναι ορισμένος πρέπει να καθορίζονται στο αναιρετήριο τόσο η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου που παραβιάσθηκε όσο και το αποδιδόμενο στην προσβαλλόμενη απόφαση νομικό σφάλμα, ελέγχονται τα σφάλματα του δικαστηρίου της ουσίας κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής ή των ισχυρισμών (ενστάσεων) των διαδίκων, καθώς και τα νομικά σφάλματα κατά την έρευνα της ουσίας της διαφοράς. Ο λόγος αναίρεσης από το άρθρ. 559 αριθ. 1 ΚΠολΔ ιδρύεται και όταν η παράβαση του κανόνα ουσιαστικού δικαίου αφορά τους ερμηνευτικούς κανόνες των δικαιοπραξιών, γενικούς ή ειδικούς, με τους οποίους αίρονται οι ασάφειες ή πληρούνται τα κενά που διαπιστώνονται στις δικαιοπρακτικές δηλώσεις βουλήσεως των μερών. 

Ειδικότερα παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των δικαιοπραξιών, που περιέχονται στα άρθρ. 173 και 200 ΑΚ, υπάρχει όταν το δικαστήριο της ουσίας είτε προσέφυγε στους ερμηνευτικούς αυτούς κανόνες προς συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, ή όταν γεννιέται αμφιβολία για την έννοια απευθυντέων δηλώσεων βουλήσεως, μολονότι κατά την ανέλεγκτη ως προς αυτό κρίση του δέχθηκε ότι η δικαιοπραξία ή η δήλωση είναι πλήρης και σαφής και δεν έχει ανάγκη συμπλήρωσης ή ερμηνείας, είτε παρέλειψε να προσφύγει στους ίδιους ερμηνευτικούς κανόνες, αν και ανέλεγκτα, επίσης, διαπίστωσε την ύπαρξη κενού ή ασάφειας στις δηλώσεις βουλήσεως οι οποίες έχρηζαν έτσι κατάλληλης συμπλήρωσης ή ερμηνείας με εφαρμογή των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ. Ωστόσο μόνη η παράλειψη μνείας των διατάξεων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ δεν συνιστά παράβασή τους, αν το δικαστήριο της ουσίας έλαβε τελικώς υπόψη κατά την ερμηνεία της δικαιοπραξίας τα κριτήρια που προβλέπονται στις διατάξεις αυτές. 

Η διαπίστωση εξάλλου από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία μπορεί να αναφέρεται ρητά στην απόφασή του, αρκεί όμως να προκύπτει και έμμεσα απ` αυτή, όπως συμβαίνει όταν παρά την έλλειψη σχετικής διαπίστωσης στην απόφαση ή ακόμη και παρά τη ρητή διαβεβαίωση της ανυπαρξίας της, το δικαστήριο της ουσίας προέβη σε συμπλήρωση ή ερμηνεία της δικαιοπραξίας, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο αντιμετώπισε κενό ή ασάφεια στις δηλώσεις βουλήσεως, που το ανάγκασαν να καταφύγει στη συμπλήρωση ή ανάλογα στην ερμηνεία τους. Περίπτωση τέτοιας έμμεσης, αλλά σαφούς διαπίστωσης κενού ή ασάφειας στη δικαιοπραξία συντρέχει, μεταξύ άλλων, και όταν το δικαστήριο της ουσίας κατέφυγε για το σχηματισμό της κρίσης του ως προς τη μορφή και το περιεχόμενό της σε έγραφα και λοιπά στοιχεία που βρίσκονται έξω από το συστατικό ή αποδεικτικό έγγραφο. Παράβαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρ. 173 και 200 ΑΚ συνιστά και η εσφαλμένη εφαρμογή τους, με την έννοια της ευθείας κατ` αρχήν παράβασης των κανόνων αυτών στην περίπτωση που το σχετικό πόρισμα, στο οποίο κατέληξε το δικαστήριο ως προς την ερμηνεία ή τη συμπλήρωση της δικαιοπραξίας, δεν είναι σύμφωνο με την καλή πίστη, αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη. Πρέπει δε, για να είναι ορισμένος ο σχετικός λόγος αναίρεσης από τον αριθμό 1 του άρθρ. 559 ΚΠολΔ να αναφέρεται στο αναιρετήριο το περιεχόμενο της δήλωσης που δεν ερμηνεύθηκε ή εσφαλμένα ερμηνεύθηκε, η διαπίστωση από το δικαστήριο της ουσίας κενού ή ασάφειας ως προς τη δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως, το περιεχόμενο που έπρεπε να προσδώσει σ` αυτή με σωστή ερμηνεία η απόφαση και σε τι συνίσταται το σφάλμα της ως προς την παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων. 

Τέλος, οι λόγοι αναιρέσεως που αντιφάσκουν μεταξύ τους απορρίπτονται ως απαράδεκτοι. Στην προκειμένη περίπτωση με την από 11-6-2008 αγωγή στο Μονομελές Πρωτοδικείο της Αθήνας ισχυρίστηκε ο ενάγων, ήδη αναιρεσίβλητος, ότι προσλήφθηκε από την εναγομένη με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου, ορισμένου χρόνου, η οποία καταρτίσθηκε εγγράφως την 15η Οκτωβρίου 2007, για να παρέχει τις υπηρεσίες του σε αυτήν, στο πλαίσιο της επαγγελματικής του ιδιότητας, καθώς και των εξειδικευμένων γνώσεών του στην πληροφορική με την ιδιότητα του Προϊσταμένου ERP και MIS, για χρονικό διάστημα δύο ετών, ήτοι, από την ως άνω ημερομηνία και μέχρι και 14-10-2009, έναντι μηνιαίων αποδοχών 2.900 ευρώ. Ότι η εναγομένη, με τις περιγραφόμενες σ’ αυτήν ενέργειές της αθέτησε τους όρους της μεταξύ τους σύμβασης, με αποτέλεσμα, στις 3-6-2008 να επιδώσει στην εργοδότριά του την από 30-5-2008 εξώδικη δήλωσή του, με την οποία κατάγγειλε τη σύμβαση εργασίας του. 

Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλλει ως αποζημίωση, η οποία προβλέπεται από τα άρθρα 672 και 673 Α.Κ. το ποσό των 72.902,22 ευρώ, νομιμοτόκως από την ως άνω καταγγελία και μέχρις εξοφλήσεως και μετά τον παραδεκτό κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ, εν μέρει περιορισμό του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου αλλά και με τις έγγραφες προτάσεις, να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το χρηματικό ποσό των πενήντα χιλιάδων ευρώ (50.000), ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης και ν’ αναγνωρισθεί ότι για την ίδια αιτία του οφείλει και το ποσό των 150.000 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την προσβαλλόμενη απόφασή του, αφού έκρινε νόμιμη την αγωγή, στη συνέχεια τη δέχτηκε ως εν μέρει κατ’ ουσία βάσιμη μόνο για την ανόρθωση της ηθικής βλάβης, και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 30.000 ευρώ, ενώ την απέρριψε, ως απαράδεκτη, όσον αφορά το κονδύλιο της αποζημίωσης από το άρθρο 673 ΑΚ. Ειδικότερα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ως προς το κρίσιμο τούτο ζήτημα, μετά από εκτίμηση των αποδειχτικών στοιχείων, δέχτηκε ότι ο ενάγων – αναιρεσίβλητος πριν από την επικαλούμενη από αυτόν καταγγελία της 30ης-5-2008, που επέδωσε στην εργοδότρια στις 3-6-2008, είχε επιδώσει στις 12-5-2008 στην εναγόμενη εργοδότρια την από 9-5-2008 εξώδικη – δήλωση στην οποία ανέφερε κατά λέξη τα εξής: ‘Με την ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και σε συνέχεια της από 4-4-2008 επιστολής μου προς την Διοίκηση της εταιρίας, της από 18-4-2008 εξωδίκου δηλώσεως – διαμαρτυρίας – προσκλήσεώς μου, την οποία σας απηύθυνα και τέλος σε συνέχεια της συναντήσεώς μας, που πραγματοποιήθηκε την 8-5-2008 και ώρα 10:30’ π.μ. στο τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας Νέας Ιωνίας, σας δηλώνω τα κάτωθι: Επειδή παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μου προς την εταιρία σας δεν έχετε προβεί σε καμία ενέργεια προκειμένου για την επαναφορά των πραγμάτων, στην προτέρα κατάσταση και την αποκατάσταση του εργασιακού μου καθεστώτος σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως μου. Επειδή η συμπεριφορά σας αναμφισβήτητα συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας μου και αντίκειται στα όσα έχουν μεταξύ μας συμφωνηθεί, στην καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη, τις αρχές και τους κανόνες της εργατικής νομοθεσίας. Επειδή βασίμως θεωρώ την ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά σας ως καταγγελία από πλευρά σας της εργασιακής μου σύμβασης με δική σας αποκλειστική υπαιτιότητα. Επειδή επιφυλάσσομαι για κάθε ζημία που τυχόν θα μου προκαλέσει η αντισυμβατική σας συμπεριφορά. 

Για όλα τα παραπάνω και με τη ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου, διαμαρτύρομαι έντονα και σας δηλώνω ότι θα προβώ στα νόμιμα’. Με βάση αυτά, κατέληξε ότι ο ενάγων, εκλαμβάνοντας τη συμπεριφορά της εναγομένης η οποία εξωτερικεύτηκε δια της κατάργησης της Διεύθυνσης στην οποία ασκούσε καθήκοντα Προϊσταμένου και τη μετάθεσή του στα Μεταλλεία Ευβοίας, ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του, θεώρησε στη συνέχεια και ερμήνευσε αυτή την μεταβολή ως καταγγελία εκ μέρους της εναγομένης, όπως πλήρως αποδεικνύεται από το περιεχόμενο της από 9 Μαΐου 2008 εξώδικης δήλωσής του προς αυτήν… Στη συνέχεια δε ότι εφόσον η σύμβαση εργασίας του ενάγοντος ήταν ορισμένου χρόνου, καθώς και ότι δεν καταγγέλθηκε από τον ίδιο πριν την αποχώρησή του (13-5-2008), για σπουδαίο λόγο, αλλά μεταγενέστερα αυτής, δυνάμει της από 30-5-2008 καταγγελίας του, δεν έχει εφαρμογή ο νόμος 2112/1920, κατά το άρθρο 7 του οποίου κάθε μονομερής μεταβολή των όρων της συμβάσεως, που βλάπτει τον υπάλληλο, θεωρείται ως καταγγελία της συμβάσεως, και συνεπώς ο ενάγων δεν μπορεί να ζητήσει αποζημίωση σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 672 Α.Κ. αλλά ούτε και μισθούς υπερημερίας.

Συνεπώς η αγωγή κατά το κεφάλαιο εκείνο με το οποίο ζητείται η επιδίκαση ποσού 72.909,22 ευρώ, πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Κατόπιν ασκήσεως αντιθέτων εφέσεων, εκ μέρους των διαδίκων, το Εφετείο Αθηνών, με την προσβαλλόμενη απόφασή του δέχτηκε τα ακόλουθα: ‘Ο ενάγων προσλήφθηκε στην εναγομένη εταιρία στις 15 Οκτωβρίου 2007, με έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου διετούς διάρκειας έως και την 14-10-2007, με την ιδιότητα του Προϊσταμένου ERP και MIS της ομωνύμου Διευθύνσεως (η οποία συστάθηκε συγχρόνως με την πρόσληψή του), λόγω και των εξειδικευμένων γνώσεών του στο αντικείμενο εργασίας του, το οποίο συνίσταται στον προγραμματισμό των επιχειρηματικών πόρων, στην παρακολούθηση και επεξεργασία των οικονομικών στοιχείων της επιχείρησης, των στοιχείων για το ανθρώπινο δυναμικό και στον υπολογισμό και πληροφόρηση της Διοίκησης της επιχείρησης για την πορεία των ειδικών οικονομικών μεγεθών, συνολικά του ενεργητικού και παθητικού της, στηριζόμενο στην άμεση παροχή πληροφοριών μέσω ηλεκτρονικών υπολογιστών. Το νεοσύστατο αυτό τμήμα της εναγομένης στελεχώθηκε πλην του ενάγοντος με άλλα δύο άτομα, ήτοι το Λ.Π., ως Διευθυντή αυτού και μία γραμματέα. 

Με την ίδια ως άνω έγγραφη σύμβαση εργασίας καθορίστηκαν οι μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος στο ποσό των 3.443,75 ευρώ πλέον των προσαυξήσεων, επιδομάτων και πριμ παραγωγής, καθώς και ο τόπος παροχής εργασίας του στα κεντρικά γραφεία της εναγομένης, η οποία όμως διατήρησε συγχρόνως το δικαίωμα αποστολής του ενάγοντος σε οιοδήποτε μέρος της Ελλάδας ή της αλλοδαπής, εφόσον αυτό κατά την απόλυτη κρίση της εξυπηρετούσε τα συμφέροντά της, ενώ ρητά αναφέρθηκε ότι η μετάθεση του εργαζόμενου (ενάγοντος) θα μπορεί να είναι είτε προσωρινή, για κάλυψη προσωρινών αναγκών της (εναγομένης) είτε μόνιμη, σε καμία δε περίπτωση δεν θα μπορούσε να θεωρηθεί ως βλαπτική μεταβολή των όρων της σύμβασης εργασίας. Και ενώ η εργασιακή σχέση των διαδίκων λειτουργούσε υπό τους ανωτέρω όρους ομαλά, η εναγομένη με την υπ’ αριθ. 9/1-4-2008 απόφαση της Διοίκησής της, την οποία απηύθυνε προς όλες τις διευθύνσεις, τα τμήματα, τις υπηρεσίες έδρας, ΣΕΛ, MEE, ΜΕ1, ΜΕΚ, ΛΣ της εταιρείας, αποφάσισε και ανακοίνωσε, ότι από 1-4-2008 καταργείται η Διεύθυνση ERP της εταιρίας και κατόπιν τούτου τόσο ο ενάγων όσο και ο Διευθυντής αυτής τίθενται στη διάθεση της Διοίκησής της. Εν συνεχεία η εναγομένη απηύθυνε στον ενάγοντα το με ημερομηνία 1-4-2008 έγγραφο της, αιτούμενη να της παραδώσει τις χορηγηθείσες σε αυτόν δυνάμει της συμβάσεως εργασίας πρόσθετες παροχές και όλα τα σχετικά μέσα, ήτοι κινητό τηλέφωνο, υπολογιστή και μία κάρτα Kosmopolis, τα οποία πράγματι ο ενάγων της παρέδωσε στις 4-4-2008, ενώ συγχρόνως της κοινοποίησε και την από 4-4-2008 επιστολή του με την οποία ζήτησε να του γνωστοποιήσει (η εναγομένη) τους λόγους και τις διατάξεις της εργατικής νομοθεσίας, σύμφωνα με τους οποίους τον έθεσε στη διάθεση της Διοίκησης, εκτιμώντας δε την ανωτέρω συμπεριφορά της εναγομένης ως μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και τις ως άνω μεταβολές, μειωτικές της προσωπικότητάς του, της δήλωσε ότι δεν προτίθεται να τις αποδεχτεί και ότι θα συνεχίσει να προσφέρει προσηκόντως τις υπηρεσίες του σύμφωνα με την ισχύουσα σύμβαση εργασίας του, επιφυλασσόμενος να ασκήσει τα νόμιμα δικαιώματά του σε περίπτωση άρνησης της εναγομένης επαναφοράς των πραγμάτων εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος. Επίσης ο ενάγων συγχρόνως με την ανωτέρω επιστολή προσέφυγε κατά την ίδια ημερομηνία (4-4-2008) στο τμήμα κοινωνικής επιθεώρησης Νέας Ιωνίας, όπου και εξέθεσε τα ανωτέρω γεγονότα, συνταχθέντος του με αριθμό δελτίου διαφ. 236 δελτίο εργατικής διαφοράς, το οποίο όριζε ημερομηνία συζητήσεως αυτής την 18-4-2008. Η εναγομένη στις 7-4-2008 με την υπ’ αριθ. 12/7-4-2008 απόφαση της Διοίκησής της, η οποία και πάλι απευθυνόταν προς όλες τις διευθύνσεις, τα τμήματα, τις υπηρεσίες έδρας, ΣΕΛ, ΜΕΕ, ΜΕ1, ΜΕΚ, ΛΣ της εταιρείας, την οποία κοινοποίησε στον ενάγοντα στις 9-4-2008, ανακοίνωσε ότι ο ενάγων από 9-4-2008 μετατίθεται στα Μεταλλεία Ευβοίας (ΜΕΕ) και θα αναφέρεται στο Διευθυντή του Μεταλλείου (Κ. Α.), ο οποίος και θα του ανέθετε καθήκοντα αρμοδίως. Ανάλογου περιεχομένου ήταν η ανακοίνωση της εναγομένης η οποία αφορούσε και το Διευθυντή της ήδη καταργηθείσης Διεύθυνσης (Λ. Π.), ο οποίος μετατέθηκε στο εργοστάσιο της …………… (ΜΕΕ) και στον οποίο θα ανέθετε επίσης καθήκοντα ο Διευθυντής. Ο ενάγων πράγματι στις 21-4-2008 μετέβη στο νέο τόπο εργασίας του ο οποίος προσδιορίστηκε στο χώρο της αποθήκης, ενόψει δε του ότι δεν υπήρχε εργασιακή θέση ανάλογη με εκείνη στην οποία παρείχε τις υπηρεσίες του στην έδρα της εταιρείας στην …, τα νέα εργασιακά του καθήκοντα τα οποία δεν αποτυπώθηκαν εγγράφως, αντιστοιχούσαν, όπως αποδείχθηκε, σε εκείνα του εργαζομένου σε αποθήκη. Την ίδια ημερομηνία (21-4-2008) ο ενάγων επέδωσε στην εναγομένη την από 18-4-2008 εξώδικη δήλωση – διαμαρτυρία με την οποία της δήλωσε ότι δεν αποδέχεται την βλαπτική μεταβολή του εργασιακού του καθεστώτος και διαμαρτυρήθηκε εκ νέου για τη συμπεριφορά της (εναγομένης) δηλώνοντας συγχρόνως προς αυτήν ότι η παρουσία του στα Μεταλλεία Ευβοίας (ΜΜΕ) δεν συνεπάγεται αποδοχή της ανωτέρω βλαπτικής για τον ίδιο μεταβολής, ότι θα συνεχίσει να προσφέρει προσηκόντως και ευδοκίμως τις υπηρεσίες του σύμφωνα με την ισχύουσα σύμβασή του εξηρτημένης εργασίας ορισμένου χρόνου και ότι αμφισβητεί την νομιμότητα της μεταβολής των όρων εργασίας του, επιφυλασσόμενος ρητώς παντός δικαιώματός του. Στη συνέχεια στις 8-5-2008 και ύστερα από αναβολή συζητήθηκε στο τμήμα κοινωνικής επιθεώρησης Νέας Ιωνίας η ασκηθείσα προσφυγή του ενάγοντος, οπότε και η εναγομένη αιτιολογώντας τις ανωτέρω ενέργειές της δήλωσε ότι η κατάργηση δεν αφορούσε το πρόσωπο του διευθυντή και του προϊσταμένου – συνεργάτη του, οι οποίοι και θα απασχοληθούν από αυτήν σε αντίστοιχη θέση, με τις ίδιες αποδοχές, ενώ θα τους γνωστοποιήσει τη νέα θέση και τις αρμοδιότητές τους. Αμέσως μετά τη συζήτηση της ως άνω προσφυγής, ο ενάγων στις 12-5-2008 κοινοποίησε στην εναγομένη την από 9 Μαΐου 2008 εξώδικη διαμαρτυρία δήλωσή του, στην οποία αναφέρει κατά λέξη τα εξής: ‘Με την ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου και σε συνέχεια της από 4-4-2008 επιστολής μου προς την Διοίκηση της εταιρίας, της από 18-4-2008 εξωδίκου δηλώσεως – διαμαρτυρίας – προσκλήσεώς μου, την οποία σας απηύθυνα και τέλος σε συνέχεια της συναντήσεώς μας, που πραγματοποιήθηκε την 8-5-2008 και ώρα 10:30′ π.μ. στο τμήμα Επιθεώρησης Εργασίας Νέας Ιωνίας, σας δηλώνω τα κάτωθι: Επειδή παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μου προς την εταιρία σας δεν έχετε προβεί σε καμία ενέργεια για την επαναφορά των πραγμάτων, στην πρότερα κατάσταση και την αποκατάσταση του εργασιακού μου καθεστώτος σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεως μου. Επειδή η συμπεριφορά σας αναμφισβήτητα συνιστά βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας μου και αντίκειται στα όσα έχουν μεταξύ μας συμφωνηθεί, στην καλή πίστη, τα συναλλακτικά ήθη, τις αρχές και τους κανόνες της εργατικής νομοθεσίας. Επειδή βασίμως θεωρώ την ως άνω αντισυμβατική συμπεριφορά σας ως καταγγελία από πλευρά σας της εργασιακής μου σύμβασης με δική σας αποκλειστική υπαιτιότητα. Επειδή επιφυλάσσομαι για κάθε ζημία που τυχόν θα μου προκαλέσει η αντισυμβατική σας συμπεριφορά. Για όλα τα παραπάνω και με τη ρητή επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου, διαμαρτύρομαι έντονα και σας δηλώνω ότι θα προβώ στα νόμιμα’. Δεδομένου ότι, όπως προαναφέρθηκε στις συμβάσεις ορισμένου χρόνου δεν εφαρμόζεται το άρθρο 7 του ν. 2112/1920, η βλαπτική μεταβολή δεν μπορεί να θεωρηθεί καταγγελία της σύμβασης, αλλά παρέχει στον εργαζόμενο δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση για σπουδαίο λόγο. Επομένως, σύμφωνα με την αληθή βούληση του ενάγοντος, στην από 12-5-2008 εξώδικη δήλωσή του, προειδοποιούσε την εναγομένη ότι κατά τη γνώμη του η συμπεριφορά της συνιστούσε σπουδαίο λόγο για καταγγελία της σύμβασης εργασίας και επιφυλασσόταν να καταγγείλει τη σύμβαση. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που εκτίμησε τη δήλωση αυτή του ενάγοντος ως καταγγελία της σύμβασης εργασίας και όχι ως προειδοποίηση έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου. Ο ενάγων εν συνεχεία στις 3-6-2008 επέδωσε στην εναγομένη την από 30-5-2008 εξώδικη δήλωση, με την οποία κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας για σπουδαίο λόγο, λόγω της βλαπτικής μεταβολής των όρων εργασίας του. Η συμπεριφορά αυτή των αρμόδιων οργάνων της εναγομένης, να μην αναθέτει στον ενάγοντα οποιοδήποτε καθήκον από τις 21-4-2008 έως τις 3-6-2008, παρά τις συνεχείς οχλήσεις του ενάγοντα και τις διαβεβαιώσεις της εναγομένης ότι θα του ανατεθούν καθήκοντα και μάλιστα συναφή με αυτά για τα οποία είχε προσληφθεί, υπερβαίνει προφανώς τα όρια, που θέτουν στο διευθυντικό δικαίωμα αυτής η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος…’. Με βάση τις παραδοχές του αυτές, δέχτηκε κατ’ ουσίαν την έφεση του ενάγοντος – αναιρεσίβλητου, και αφού εξαφάνισε, για τα αντίστοιχα κεφάλαιά της την πρωτοβάθμια απόφαση, δέχτηκε την αγωγή για το κονδύλιο της αποζημίωσης του ενάγοντος από το άρθρο 673 ΑΚ. Στη συνέχεια δέχτηκε και την έφεση της εναγομένης και μείωσε το κονδύλιο της ηθικής βλάβης από το ποσό των 30.000 ευρώ, που είχε επιδικάσει το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εκείνο των 3.000 ευρώ. Με τους λόγους της κρινόμενης αίτησης, αποδίδονται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο, οι πλημμέλειες, κατ’ ορθή νοηματική απόδοση αυτών, από τον αρ. 1 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, για παραβίαση των ερμηνευτικών κανόνων των άρθρων 173 και 200 ΑΚ. Ειδικότερα ισχυρίζεται η αναιρεσείουσα ότι: 1) παρά νόμο, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, διότι δεν υφίστατο κενό ή αμφιβολία ως προς το περιεχόμενο της ως άνω, από 09-05-2008, εξωδίκου διαμαρτυρίας του αντιδίκου, το περιεχόμενο της οποίας, απεναντίας, ήταν σαφέστατο, και τούτο υπό την έννοια, ότι με την κρίσιμη (ένδικη) ως άνω (από 09-05-2008) εξώδικη διαμαρτυρία – δήλωσή του ο ήδη αναιρεσίβλητος, θεωρούσε την άρνησή μας ‘να επαναφέρουμε τα πράγματα στην προτέρα κατάσταση να αποκαταστήσουμε το εργασιακό του καθεστώς σύμφωνα με τους όρους της συμβάσεώς του’, ως βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του και ως καταγγελία, από πλευράς μας, της εργασιακής του συμβάσεως με δική μας αποκλειστική υπαιτιότητα. Και 2) ¶λλως, και σε κάθε περίπτωση, η αναιρεσιβαλλόμενη απόφαση, χωρίς να προσφύγει στους ερμηνευτικούς κανόνες των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, ως εκ του νόμου ώφειλε, θεώρησε, παρά το νόμο, ότι σύμφωνα με την αληθή βούληση του αντιδίκου (περιληφθείσα στην ένδικη, από 12-5-2008, εξώδικη δήλωσή του προς εμάς), αυτός (δηλ. ο αναιρεσίβλητος) μας προειδοποιούσε, τάχα, ότι κατά την γνώμη του η ως άνω συμπεριφορά μας συνιστούσε σπουδαίο λόγο για την καταγγελία, από πλευράς του, της συμβάσεώς του ορισμένου χρόνου, στην οποία επιφυλασσόταν, δια της ως άνω εξωδίκου δηλώσεώς του, να προβεί. 

Με το ως άνω περιεχόμενο οι κρινόμενοι λόγοι, όσον αφορά, τις διαλαμβανόμενες σ’ αυτούς επί μέρους αιτιάσεις, υπό στοιχείο 1, δηλ. ότι ερμήνευσε την περιεχομένη στην από 9-5-2008 εξώδικη δήλωση του αναιρεσίβλητου, χωρίς να έχει ανάγκη ερμηνείας, λόγω της σαφούς διατύπωσής της, είναι απαράδεκτοι. Τούτο διότι, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, η κρίση του δικαστηρίου για τη διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας στη δήλωση βουλήσεως είναι αναιρετικώς ανέλεγκτη, έστω και αν δεν αναφέρονται ρητά στην απόφασή του, όπως στην κρινόμενη περίπτωση, οι κανόνες των άρθρων 173 και 200 ΑΚ, καθώς και η διαπίστωση κενού ή αμφιβολίας, αφού το δικαστήριο της ουσίας προέβη στην ερμηνεία της δήλωσης του αναιρεσίβλητου, γεγονός που αποκαλύπτει ακριβώς ότι το δικαστήριο της ουσίας αντιμετώπισε ασάφεια στη δήλωση αυτή, που το ανάγκασαν να καταφύγει στην ερμηνεία της και στην ανεύρεση του νομικώς κρισίμου νοήματος της ως άνω γενόμενης δήλωσης. Σημειώνεται δε ότι η έμμεση διαπίστωση, από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, κενού στη δήλωση του αναιρεσίβλητου, προκύπτει και από το ότι τούτο (δικαστήριο), για την αληθινή βούληση του τελευταίου έλαβε υπόψη του, όπως βεβαιώνεται στο αποδεικτικό του πόρισμα, και άλλα αποδεικτικά στοιχεία που βρίσκονται εκτός της εγγράφου δηλώσεως καθώς και επιχειρήματα, από νομικές διατάξεις. Όσον αφορά τον υπό στοιχείο 2 λόγο, ότι το δικαστήριο της ουσίας, αν και διαπίστωσε αμφιβολία στη σχετική δήλωση του αναιρεσίβλητου δεν προσέφυγε στους ερμηνευτικούς κανόνες, είναι αβάσιμος αφού όπως αναφέρθηκε το δικαστήριο προσέφυγε στις εν λόγω ερμηνευτικές διατάξεις, ανεξαρτήτως του ότι ως προς την αιτίαση αυτή, ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος, προεχόντως ως απαράδεκτος, αφού αντιφάσκει με τις λοιπές αιτιάσεις που περιέχονται στον 1ο λόγο, διότι δεν νοείται η προσβαλλόμενη απόφαση το μεν να εφάρμοσε τους ερμηνευτικούς κανόνες, το δε να μη τους εφάρμοσε. Ενόψει όλων αυτών, εφόσον με τους ίδιους λόγους, δεν υποβάλλονται παράπονα για το ότι το ερμηνευτικό πόρισμα του δικαστηρίου της ουσίας έρχεται σε αντίθεση με τις αρχές των χρηστών ηθών και της συναλλακτικής καλής πίστης, πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της η κρινόμενη αίτηση. Η δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της αναιρεσείουσας που νικήθηκε (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Απορρίπτει την από 10-9-2013 αίτηση για την αναίρεση της υπ’ αριθμ. 3281/2013 αποφάσεως του Εφετείου Αθηνών. Και Επιβάλλει στην αναιρεσείουσα τη δικαστική δαπάνη του αναιρεσίβλητου, την οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίστηκε στην Αθήνα στις 4 Φεβρουαρίου 2014. Και Δημοσιεύτηκε στην Αθήνα σε δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στις 13 Φεβρουαρίου 2014.

Ο ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΣ

O ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΔΙΑΔΩΣΤΕ ΤΗ ΣΕΛΙΔΑ